- ἐπισεσυρμένως
- ἐπισεσυρμένως, (A
ἐπισύρω 11
) carelessly, perfunctorily, Epict.Ench. 31, Simp.in eund.p.53 D., EM191.34.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐπισύρω 11
) carelessly, perfunctorily, Epict.Ench. 31, Simp.in eund.p.53 D., EM191.34.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επισεσυρμένως — ἐπισεσυρμένως (Α) (επίρρ. από τη μτχ. παθ. παρακμ. τού επισύρω*) αμελώς, με αδιαφορία, με οκνηρία … Dictionary of Greek
ἐπισεσυρμένως — ἐπισύρω drag perf part mp masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)